μειόκαινος

μειόκαινος
-η, -ο θηλ. και -ος
το ουδ. ως ουσ. το μειόκαινο
γεωλ. μεγάλη παγκόσμια υποδιαίρεση τής τριτογενούς περιόδου και τών πετρωμάτων της, που ακολουθεί το ολιγόκαινο και προηγείται τού πλειοκαίνου και υποδιαιρείται σε έξι βαθμίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… …   Dictionary of Greek

  • προμειόκαινος — η, ο, και προμειοκαινικός, ή, ό, Ν [μειόκαινος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην περίοδο τής προϊστορίας τής γης που προηγήθηκε τού μειοκαίνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”